- φαινυλεφρίνη
- η, Ν(φαρμ.) άλλη ονομασία τής νεοσυνεφρίνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylephrine].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοσυνεφρίνη — η (φαρμ.) συνθετικό φάρμακο που χρησιμοποιείται ως μυδριατικό, αλλ. φαινυλεφρίνη … Dictionary of Greek
αγγειοσυσταλτικά — Φαρμακευτικές ουσίες που προκαλούν συστολή στις λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων με αποτέλεσμα να μικραίνει η διάμετρός τους. Η βασική κατηγορία α. είναι τα συμπαθομιμητικά φάρμακα, τα οποία κατατάσσονται στις εξής ομάδες: 1 … Dictionary of Greek